- Φρόντιδος
- Φρόντιςfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φροντίδος — φροντίς thought fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
печениѥ — ПЕЧЕНИ|Ѥ1 (7*), ˫А с. Забота, попечение: Мънога ѥп(с)пьска видимъ падающа. и пагѹбою конечнею бѣдѹ приѥмлюще. ˫ако бо иже ѡ семь. предъсто˫ащеи. ѡ собе печениѥ и промышлениѥ ѡ новыхъ манастырехъ. разъгѹблѧюще. (φροντίδα) ПНЧ 1296, 74 об.; трѹда и … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SACRA — I. SACRA Cryphia, seu Opertanea, apud Petronium ubi alii crypta legunt, dicebantur Veter bus illa, ad quarum inspectionem, non nisi post variorum annorum moram et per difficiles plurimarum ceremoniarum ambages, homines admittebantur. Qualia erant … Hofmann J. Lexicon universale
печалованиѥ — ПЕЧАЛОВАНИ|Ѥ (1*), ˫А с. Забота, попечение: и пакы г҃лю. и бес печали васъ да имать. имуще печаловани˫а и прележани˫а своѥ. (τῆς φροντίδος) ФСт XIV/XV, 114в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
R — Litera, cuius pronuntiatio paulo asperior est, canina est, dicta quia horum animalium latratum imitari eius pronuntiatio videtur. Hinc Pers. Sat. 1. v. 109. Sonat hic de nare canina Litera. In S. quandoque abit, ut Arbos, pro Arbor: Odos, pro… … Hofmann J. Lexicon universale
ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… … Dictionary of Greek
εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… … Dictionary of Greek
μων — μῶν (Α) επίρρ. α) (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται αρνητική απάντηση) ώστε όχι, ώστε δεν («μῶν ἄλγος ἴσχεις τῆς παρεστώσης νόσου;», Σοφ.) β) φρ. «μῶν οὐ» και «μῶν μή» (χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις που αναμένεται καταφατική… … Dictionary of Greek
πλάνος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ζακύνθου του ομώνυμου νομού. * * * (I) α, ο / πλάνος, α, ον, ΝΜΑ 1. (για πράγματα) αυτός που παραπλανά, που παραπείθει (α. «πλάνες υποσχέσεις» β. «μὴ τὸ θίγῃς πλάνα δῶρα», Μοσχ.) 2. (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ποί — (I) Α επίρρ. 1. (ερωτ.) πού; προς ποιο μέρος; (α. «νῡν δὲ ποῑ με χρὴ μολεῑν;» β. «ποῑ τις φροντίδος ἔλθῃ;», Σοφ.) 2. χρον. ώς πότε; («ποῑ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῑναι;», Αριστοφ.) 3. (τελικ.) για ποιο σκοπό; γιατί; («ποῑ δὴ πατεῑς, Κίλισσα, δωμάτων… … Dictionary of Greek